πολλαπλασιαστής — ο, Ν 1. αυτός που αυξάνει κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. τεχνολ. επαγωγικό πηνίο το οποίο αποτελεί μέρος τού συστήματος ανάφλεξης ενός βενζινοκινητήρα όταν αυτή γίνεται με τη βοήθεια μπαταρίας 3. μαθημ. ο ένας από τους δύο παράγοντες … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιαστέος — α, ο, Ν 1. αυτός που οφείλει να αυξηθεί 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολλαπλασιαστέος μαθημ. ο αριθμός που πρόκειται να πολλαπλασιαστεί επί άλλον, ο οποίος καλείται πολλαπλασιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλασιάζω + κατάλ. τέος (πρβλ. αφαιρε τέος, διαιρε… … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
φωτοπολλαπλασιαστής — ο, Ν (ηλεκτρον.) χαρακτηρισμός φωτοηλεκτρικού κυττάρου με ικανότητα πολλαπλασιασμού τών ηλεκτρονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. photomultiplicateur < photo (< φωτ[ο] *) + multiplicateur «πολλαπλασιαστής»] … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
επαγωγικό πηνίο — Ειδική διάταξη για την παραγωγή πολύ υψηλών τάσεων βραχείας διαρκείας, με την εκμετάλλευση του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, για να τροφοδοτεί τους σωλήνες παραγωγής ακτίνων Χ. Σχηματικά,… … Dictionary of Greek
κλύστρο — (η). Ηλεκτρονική λυχνία ικανή να ενισχύει ή να παράγει ηλεκτρικές ταλαντώσεις πολύ υψηλής συχνότητας (μέχρι 50 GHz). Όταν έχουμε συχνότητες που αντιστοιχούν σε μήκη κύματος της τάξης των εκατοστών έως μερικών χιλιοστών του μέτρου, ο χρόνος που… … Dictionary of Greek
Πογκέντορφ, Γιόχαν Κρίστιαν — (Poggendorff, Αμβούργο 1796 – Βερολίνο 1877). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στο οποίο αργότερα έγινε καθηγητής. Έκανε έρευνες πάνω στον ηλεκτρισμό και το μαγνητισμό και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη διαφόρων… … Dictionary of Greek