πολλαπλασιαστής

πολλαπλασιαστής
ο
1. αυτός που πολλαπλασιάζει, που αυξαίνει.
2. (μαθημ.), ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός: Οι όροι της πράξης του πολλαπλασιασμού είναι ο πολλαπλασιαστής, ο πολλαπλασιαστέος και το γινόμενο.
3. κάθε εργαλείο ή μηχανισμός που πολλαπλασιάζει μεγέθη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασιαστής — ο, Ν 1. αυτός που αυξάνει κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. τεχνολ. επαγωγικό πηνίο το οποίο αποτελεί μέρος τού συστήματος ανάφλεξης ενός βενζινοκινητήρα όταν αυτή γίνεται με τη βοήθεια μπαταρίας 3. μαθημ. ο ένας από τους δύο παράγοντες …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιαστέος — α, ο, Ν 1. αυτός που οφείλει να αυξηθεί 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολλαπλασιαστέος μαθημ. ο αριθμός που πρόκειται να πολλαπλασιαστεί επί άλλον, ο οποίος καλείται πολλαπλασιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλασιάζω + κατάλ. τέος (πρβλ. αφαιρε τέος, διαιρε… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • φωτοπολλαπλασιαστής — ο, Ν (ηλεκτρον.) χαρακτηρισμός φωτοηλεκτρικού κυττάρου με ικανότητα πολλαπλασιασμού τών ηλεκτρονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. photomultiplicateur < photo (< φωτ[ο] *) + multiplicateur «πολλαπλασιαστής»] …   Dictionary of Greek

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγικό πηνίο — Ειδική διάταξη για την παραγωγή πολύ υψηλών τάσεων βραχείας διαρκείας, με την εκμετάλλευση του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, για να τροφοδοτεί τους σωλήνες παραγωγής ακτίνων Χ. Σχηματικά,… …   Dictionary of Greek

  • κλύστρο — (η). Ηλεκτρονική λυχνία ικανή να ενισχύει ή να παράγει ηλεκτρικές ταλαντώσεις πολύ υψηλής συχνότητας (μέχρι 50 GHz). Όταν έχουμε συχνότητες που αντιστοιχούν σε μήκη κύματος της τάξης των εκατοστών έως μερικών χιλιοστών του μέτρου, ο χρόνος που… …   Dictionary of Greek

  • Πογκέντορφ, Γιόχαν Κρίστιαν — (Poggendorff, Αμβούργο 1796 – Βερολίνο 1877). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στο οποίο αργότερα έγινε καθηγητής. Έκανε έρευνες πάνω στον ηλεκτρισμό και το μαγνητισμό και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη διαφόρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”